Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Μίλησα


Δεν ήταν έυκολο να φύγω, ούτε να γυρίσω πάλι, αλλά έπρεπε να γίνει. Ίσως ακούγεται μελοδραματικό, αλλά συνέβησαν τόσα πολλά που δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει κάποιος, πόσο μάλλον αν ήταν σπασμένος.

Έφυγα λοιπόν και ξαναγύρισα. Δεν μπορούσα να δω για καιρό κόσμο, κανέναν απολύτως. Ούτε να ακούσω, πιο πολύ να ακούσω. Ούτε άνθρωπο άντεχα, ούτε ζώο, ούτε καν τον ίδιο τον αέρα. Ο,τιδήποτε μπορούσε να παράξει ήχο είχε γίνει εχθρός μου πια. Όσο υπήρχαν ήχοι δεν ήμουν ασφαλής.

Τις μέρες κρυβόμουν σε διάφορα ερημικά μέρη, παλιά σπίτια και καταχωνιασμένα υπόγεια. Έβγαινα τα βράδια, μόνος στην ήσυχη νύχτα, όταν όλοι κοιμούνται. Μόνο τότε μπορούσα να σκεφτώ, ψηλαφώντας τη λιωμένη κασέτα, αναρωτώμενος αν υπήρξε ποτέ κάποια κανονική κασέτα, αν έγιναν ποτέ αυτά που έζησα ή αν τα ονειρεύτηκα. Ένα ταξίδι που το είχα κάνει πολλές φορές με το μυαλό μου ή στον ύπνο μου, όμως τώρα ήταν κάτι διαφορετικό, Τώρα το έκανα με το υλικό μου σώμα κι έχοντας πλήρη επίγνωση.

Περιπλανήθηκα σε κοιμώμενες πόλεις, έκατσα σε όχθες ποταμών, ξάπλωσα σε φρεσκοσκαμμένους τάφους. Ήταν ένα επώδυνο μάθημα, αλλά έπρεπε να τα μάθω όλα πάλι από την αρχή.

Κάποια στιγμή έγινε. Μίλησα.

Δεν ξέρω τι είπα. Δεν είναι ότι δε θυμάμαι, είναι ότι δεν ξέρω τι είπα. Δεν είναι ότι δεν έβγαινε νόημα. Είναι ότι δεν ξέρω. Μίλησα, όμως. Για μια στιγμή, για μια μικρή στιγμή, μίλησα. Δεν κράτησε πολύ για να το νιώσω. Ίσα ίσα που ένιωσα παράξενα, σαν να μην ήμουν εγώ. Είχα συνηθίσει πια τον τρελό, μουγγό εαυτό μου κι ήταν κάτι τόσο διαφορετικό!

Ούτε η φωνή μου θυμάμαι πώς ήταν.

Σημασία είχε, όμως, ότι η απομόνωσή μου είχε τελειώσει.