Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Κόκκινο


Πήγα στο γραφείο την προηγούμενη Τρίτη. Χρειάστηκε να μαζέψω όλο μου το θάρρος και όσα post-it μου είχαν απομείνει. Ιδέα της μικρής μου αδερφής αυτή. Μου τα έφερε μάλιστα σε πολλά σχήματα και χρώματα για να μου φτιάξουν τάχα τη διάθεση. Πού να ήξερε η καημένη ότι αυτή της η κίνηση έφερε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα. Γιατί μέσα στα διάφορα σχήματα βρήκα και μια στοίβα post-it σε σχήμα τριαντάφυλλο.
Τέλος πάντων. Τρίτη μεσημέρι πήγα στο γραφείο. Μόνο εκείνη την ώρα μπορούσα να βρω τον εργοδότη μου για να συνεννοηθούμε -μέσω post-it πάντα- για κάποια θέματα που ήθελα, τα οποία ήταν εμπιστευτικά και έπρεπε να τα συζητήσουμε -και πάλι μέσω Post-it- με διακριτικότητα. Χτύπησα το κουδούνι με κάποια νευρικότητα η οποία πολλαπλασιάστηκε όταν μου άνοιξε η γραμματέας και είδα έξι κεφάλια να ξεχωρίζουν από πισω της. Ποια διακριτικότητα, Ευαγόρα, αγόρι μου. Τρίτη μεσημέρι έχουν γυρίσει όλοι πίσω στο γραφείο από τον καθημερινό γύρο των δικαστηρίων.
“Έλα ρε Ευαγόρα! Τι λέει η ζωή;” ρώτησε ο Παπαδόπουλος.
“Δε λέει αυτό που περνάς πάντως....” είπε ο Μακρίδης.
“Θα αρχίσουμε να σε φωνάζουμε μόνο “Ευ” σε λίγο”, πετάχτηκε και η Μαρία.
Όλα κι όλα. Στο γραφείο πάντα είμαστε διακριτικοί.
Η Άννα, πιο πίσω από όλους, μου έριξε ένα βλέμμα οίκτου. Το κερασάκι στην τούρτα.
Ευτυχώς οι “χιουμορίστες” συνάδελφοί μου δεν πρόλαβαν να δουν τα post-it, γιατί ήρθε ο κύριος Φωτιάδης κι έσπευσαν να εξαφανιστούν στα γραφειάκια τους.

Ο κύριος Φωτιάδης, ο εργοδότης μου, ήταν όσο πιο διακριτικός μπορούσε. Με ενημέρωσε απλά και τυπικά ότι το γραφείο δεν θα είχε για πολύ ακόμα τη δυνατότητα να με περιμένει. Οι υποθέσεις έτρεχαν και δεν μπορούσε να συνεχίσει να επιβαρύνεται η Άννα με τη δική μου δουλειά. 'Οχι πως αυτό θα έπρεπε να με ανησυχήσει, η υγεία πάνω από όλα. Απλώς θα αναζητούσαν κάποιον συνεργάτη σε καθεστώς ημιαπασχόλησης για να συνεχίσει τις δικές μου υποθέσεις. Προσωρινά πάντα.

Μετά το γραφείο, σειρά είχε ο κύριος Χορτατσέλης, ο ψυχολόγος στον οποίο ξεκίνησα να πηγαίνω μετά από συνεχείς παραινέσεις του ΩΡΛ μου, όταν είδε πως η θεραπεία που μου χορηγεί δεν έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι συνεδρίες με τον κύριο Χορτατσέλη -μόλις δεύτερη αυτή της Τρίτης- είναι εξαντλητικές. Του λέω -μέσω post-it, μην ξεχνιόμαστε- κάτι και με ρωτάει γιατί. Απαντάω. Ξαναρωτά γιατί. Και απαντάω πάλι. Το αποτέλεσμα; Αμέτρητα χρησιμοποιημένα post-it, ζαλισμένο μυαλό και το χέρι μου να πονάει από το γράψιμο.

Σκοτείνιαζε όταν πήρα το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Είχε ήδη πέσει η νύχτα για τα καλά όταν μπήκα σ' εκείνο το μικρό παράδρομο για να κόψω δρόμο. Η ψύχρα του Νοέμβρη έπεφτε με τη μορφή λεπτής ομίχλης. Στα αυτιά μου ηχούσε η κασέτα των This Is Past από το παλιό γουώκμαν που είχα μικρός. Έφτασα στο σπίτι κι έκατσα στο σαλόνι, αρνούμενος να πάω για ύπνο. Ήμουν εξαντλημένος, εκνευρισμένος κι ήξερα πως αν κοιμηθώ θα έβλεπα πάλι εκείνο το όνειρο, από το οποίο ξεκίνησαν όλα. Αποφάσισα λοιπόν να μείνω ξύπνιος μέχρι να ηρεμήσω κάπως.
Μάταια. Τα βλέφαρά μου, βαριά από την ένταση της ημέρας, έκλεισαν αμέσως.

Το όνειρο ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά.

Βρισκόμουν πάλι σε εκείνο το σκοτεινό σοκάκι κοντά στο σπίτι. Περπατούσα ξανά, πάλι για να πάω σπίτι, σαν όλα όσα είχαν συμβεί να ήταν μια κασέτα που γύρισε από την αρχή. Γύρω μου ομίχλη. Τα χέρια μου στις τσέπες. Στα αυτιά μου οι This is Past. Και στο μυαλό μου ο διάλογος με τον ψυχολόγο και η σκέψη να μην κοιμηθώ, να μην κοιμηθώ, να μην κοιμηθω....
Τα πάντα συνέβησαν αστραπιαία. Για πότε πετάχτηκε το μικρό κοριτσάκι μπροστά μου, για πότε έπεσε πάνω μου με όλο της το βάρος, γραπώνοντάς με από τη μέση σφιχτά, για πότε πέσαμε κάτω κι οι δύο, χτυπώντας αγκώνες, πλάτες και κεφάλια στο τσιμέντο...

Ξύπνησα. Ένας οξύς πόνος σφυροκοπούσε το κεφάλι μου κι ένιωθα την πλάτη μου άκαμπτη σαν σανίδα. Άνοιξα τα μάτια και συνειδητοποίησα έντρομος ότι βρισκόμουν ξαπλωμένος καταγής στο έρημο, σκοτεινό σοκάκι. Ανακάθισα. Προσπάθησα να πιαστώ από τον τοίχο πίσω μου για να σηκωθώ. Κι εκεί, μπροστά στον κρύο, γκρίζο τοίχο, κύματα κρύα ιδρώτα άρχισαν να διαπερνούν όλο μου το κορμί. Εκεί που ακούμπησε το χέρι μου άφησε ένα αναμφίβολα υγρό, ύποπτα παχύρρευστο κι ένοχα κόκκινο αποτύπωμα...



Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Έχασα τη φωνή μου




Έχασα τη φωνή μου. Δεν ξέρω πώς να το θέσω πιο απλά και κατανοητά. Ίσως γιατί τίποτα πια δεν είναι απλό, πόσο μάλλον κατανοητό. Απορείς; Άκου κι αυτό: Έχασα τη φωνή μου από μια καραμέλα. Στον ύπνο μου.
Ο ίδιος πάντα ύπνος, το ίδιο πάντα όνειρο. Στην αρχή δεν έδινα σημασία. Έλεγα ότι είναι το άγχος της δουλειάς, μη χάσω καμιά προθεσμία, πώς θα πείσω τον πελάτη για το τι πρέπει να γίνει, να αποδώσω τον ΦΠΑ στο τέλος του τριμήνου και τέλος πάντων, ήταν απλά ένα όνειρο, έτσι; Ούτε καν όνειρο. Μια σκηνή σε αργή κίνηση. Εγώ να στέκομαι απέναντι από μια στάση λεωφορείου. Εκεί καθισμένη μια σκυφτή μορφή. Παιδιά να παίζουν γύρω-γύρω. Αργά. Κι εγώ να προχωρώ, ένα βήμα τη φορά προς τη στάση. Αργά. Τώρα που το σκέφτομαι, ούτε σε άγχος δε θα μπορούσε να αποδοθεί αυτό το όνειρο αν το περιέγραφα σε κάποιον. Ίσως μερικοί να μου έλεγαν κιόλας ότι είμαι υπερβολικός. Αλλά υπήρχε κι εκείνη η ανησυχία που διαχέετο στον αέρα. Αυτή δύσκολα μπορεί να την περιγράψει κανείς.
Ο ΩΡΛ μου είπε ότι είναι ψυχολογικό, φυσικά. Γίνεται αυτό, να χάνουν άνθρωποι τη φωνή τους. Στρες, είπε. Κι ότι ίσως πρέπει να δω κάποιον ειδικό. Στη δουλειά μου έδωσαν δυο βδομάδες άδεια. Θα τρέξει η Άννα για τις δουλειές μου. Μου είπαν να μην ανησυχώ και να γίνω γρήγορα καλά. Φυσικά η άδεια είναι άνευ αποδοχών. Θεωρούμαι ελεύθερος επαγγελματίας.
Το στόμα μου ζέχνει τριαντάφυλλο. Φαντάζομαι τον εαυτό μου στο δικαστήριο, ο δικαστής να εκφωνεί την υπόθεση, να πάω να πω “παρίσταται” και αντί για τη φωνή μου να βγαίνει μυρωδιά από τριαντάφυλλο. Τέτοια γέυση είχε η καραμέλα, αυτή στον ύπνο μου. Αυτή που μου 'δωσε ο γέρος, καμπουριασμένος, με το πλατύγυρο καπέλο του. Φαντάστηκα ότι θα χαμογελούσε, αλλά έκρυβε το στόμα του με την παλάμη του άλλου του χεριού. “Μείνε μακριά”, μου είπε. “Γιατί;” ρώτησα κι ήταν η τελευταία λέξη που μπόρεσα να αρθρώσω. Μετά δεν έβγαινε τίποτα, παρά μόνο τριαντάφυλλο.
Και τα όνειρα συνεχίστηκαν. Ένα βήμα πίσω, αυτή τη φορά.Να απομακρύνομαι από τον κωλόγερο που μου πήρε τη φωνή. Τώρα έρχονται τα παιδιά. Έχουν αφήσει το παιχνίδι τους κατά μέρος. Με πλησιάζουν και με τραβάνε απ' το σακάκι, το παντελόνι, τα μαλλιά, σκαρφαλώνουν πάνω μου και μιλάνε σιγανά, μόλις που τ' ακούω, παρόλα αυτά η φωνή σκάει στο τύμπανό μου σαν ωστικό κύμα και χίλιες κραυγές με τινάζουν απ' το στρώμα κάθιδρο.

ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΑΣ.”

Το μόνο ευχάριστο που έγινε αυτή τη βδομάδα ήταν που βρήκα εκείνη την κασέτα, ερχόμενος από τον ΩΡΛ. Σφηνωμένη στο γραμματοκιβώτιό μου, αντιγραμμένη προφανώς, αν κρίνω από το εξώφυλλο. Ποιος ξέρει για ποιον είναι. Αυτά τα ΕΛΤΑ πάντα κάνουν λάθος με τα γραμματακιβώτια της πολυκατοικίας μας. Κανονικά δε θα την κρατούσα, ούτε που το ήξερα αυτό το συγκρότημα, τους THIS IS PAST, αλλά ο τίτλος της κασέτας ήταν “NO WORDS” και μπορείς να φανταστείς ότι απλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Μειωμένος καταλογισμός. Και βρασμός ψυχής, μη σου πω. Όπως και να 'χει, μόνο αυτή η μουσική μπορεί να με ηρεμήσει κάπως... Για ποιο λόγο δεν ξέρω, αλλά τελικά ίσως να μην ξέρω και πολλά. Θα δούμε.